зваться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

зваться - translation to πορτογαλικά


дозваться      
(chamando) conseguir que alguém responda ou apareça
отозваться      
responder , (на зов) atender a um chamado ; (дать знать о себе) dar notícias de si, dar sinal de vida ; (ответить чувствам) responder , corresponder ; (поддержать) apoiar , dar apoio ; (сказаться, повлиять) repercutir , reflectir-se ; (высказать свое мнение) dar um parecer, opinar
вызваться      
oferecer-se para, apresentar-se

Ορισμός

зваться
ЗВ'АТЬСЯ, зовусь, зовёшься, прош. вр. звался, звалась, ·несовер., как (твор. или им.) (·разг. ·устар. ). Именоваться, называться. "Её сестра звалась Татьяна." Пушкин. "Враг взяточников и всего, что зовется неправдой." Гоголь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για зваться
1. Причем ему не обязательно зваться именно Главковерхом.
2. Но в народе оно сохранилось, им продолжали зваться.
3. "догонять"), но если приживется, то наверняка будет зваться кетчупом.
4. И гордый Салахби Йолыга стал зваться у них "вещим" Олегом.
5. Тщетные потуги, автор которых скорее должен зваться Шакал — сын Петуха.